τέκτονας

τέκτονας
ο / τέκτων, -ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α
τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ.
β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
μέλος οργάνωσης τού τεκτονισμού, μασόνος
αρχ.
1. εργάτης, άτομο που ασκεί χειρωνακτική εργασία («κεραοξόος τέκτων», Ομ. Ιλ.)
2. αγαλματοποιός
3. καλλιτέχνης, ποιητής ή επιστήμονας («τέκτονες σοφοὶ ἐπέων», Πίνδ.)
4. δημιουργός («γένους τέκτων», Αισχύλ.)
5. (σπάν.) σιδηρουργός («τέκτονας Δίου πυρὸς Κύκλωπας», Ευρ.)
6. (με κακή σημ.) υπαίτιος («κακών πάντων τέκτονες σοφώταται», Ευρ.)
7. είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teks- «πλέκω, εργάζομαι με τσεκούρι, συνδέω, κατασκευάζω ξυλεία οικοδομής» (για την απόδοση τού ΙΕ *ks- ως -κτ- στην Ελληνική, πρβλ. κτίζω: αρχ ινδ. kseti, βλ. λ. άρκτος) και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. taksan- «ξυλουργός», αβεστ. tašan- «ξυλουργός» (πρβλ. και αρχ. ινδ. taksati «εργάζομαι με τσεκούρι, κατασκευάζω», αρχ. σλαβ. tešo, λατ. texo). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. πληθ. tekotone. Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγεται και η λ. τέχνη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τέκτονας — ο 1. ξυλουργός, οικοδόμος, μάστορας. 2. μέλος του τεκτονισμού (βλ. λ.), μασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέκτονας — τέκτων worker in wood masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικόπτης — ὁ, Α [περικόπτω] 1. τέκτονας, κτίστης 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «κλώψ, λῃστής» …   Dictionary of Greek

  • τέκταινα — ἡ, Α βλ. τέκτονας …   Dictionary of Greek

  • τέκτων — ὁ, ΜΑ βλ. τέκτονας …   Dictionary of Greek

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονισμός — Το δόγμα των τεκτόνων. Λέγεται και μασωνισμός ή μασωνία. Ο τ. είναι το περιεχόμενο των διδασκαλιών των ελεύθερων τεκτόνων. Θεωρητικά αποβλέπει στην επικράτηση της ηθικής και στην τελειοποίηση των ανθρώπων. Η ιστορία του τ. έχει και την… …   Dictionary of Greek

  • φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστίκτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επίχρυσες διακοσμήσεις («τέκτονας χρυσοστίκτας», Θεοφάν. Συνεχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στίκτης (< στίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μασόνος — ο 1. ο οπαδός του μασονισμού, ο τέκτονας. 2. μτφ., ο ύπουλος άνθρωπος, αυτός που ενεργεί κρυφά: Σ’ αυτήν την παρέα μαζεύτηκαν όλοι οι μασόνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”